στόχος

στόχος
ο цель; мишень (тж. перен. );

απομονωμένος στόχος — одиночная цель;

εμφανιζόμενος στόχος — появляющаяся цель;

επί-

γειος στόχος — наземная цель;

κινητός ( — или κινούμενος) στόχος — движущаяся цель;

σταθερός στόχος — неподвижная цель;

ανακαλύπτω ( — или αποκαλύπτω) στόχο — обнаруживать цель;

εντοπίζω ( — или επισημαίνω) στόχρ — засекать цель;

καταστρέφω ( — или προσβάλλω) στόχο — поражать цель;

αναχαιτίζω στόχο — перехватывать цель;

πετυχαίνω ( — или βρίσκω) το στόχος — а) попадать в цель; — б) находить слабое место;

χτυπώ στο στόχο — бить в цель, по цели; — бить по мишени;

γίνομαι στόχος — служить (или становиться) мишенью (для нападок, насмешек и т. п.);

προσηλωμένος στο στόχο — целеустремлённо


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "στόχος" в других словарях:

  • στόχος — pillar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 …   Dictionary of Greek

  • στόχος — ο 1. το σημείο ή αντικείμενο στο οποίο σκοπεύει κάποιος, σημάδι: Καμιά βολή δεν πέτυχε το στόχο. 2. σκοπός: Έγινε στόχος όλων των εφημερίδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στόχον — στόχος pillar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχου — στόχος pillar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχους — στόχος pillar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχῳ — στόχος pillar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • σύστοχος — ον, Α αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στόχος (< στόχος), πρβλ. ἄ στοχος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»